- προσκοινωνεῖν
- προσκοινωνέωto be partakerpres inf act (attic epic doric)προσκοινωνέωto be partakerpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκοινωνώ — έω, Α [κοινωνῶ] 1. κοινωνώ, μετέχω σε κάτι 2. λαμβάνω μέρος, είμαι συνεργός («προσκοινωνεῑν τῶν δρωμένων», Δίων Κάσσ.) 3. παρέχω σε κάποιον ένα μέρος … Dictionary of Greek